γνωμολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γνωμολογῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γνωμολογώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γνωμολογῶ, συνηρημένος τύπος του γνωμολογέω. Μορφολογικά, γνώμ(η) + -λογώ

Ρήμα[επεξεργασία]

γνωμολογώ, αόρ.: γνωμολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. συλλέγω γνωμικά
  2. εκφράζομαι με γνωμικά, αποφθέγματα
    → δείτε και το ρήμα αποφθέγγομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]