δάρσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δάρσιμο < μεσαιωνική ελληνική < δέρνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δάρσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του δέρνω, ο ξυλοδαρμός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δάρσιμο
|