δαιμονίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαιμονίστρια < δαιμονιστής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαιμονίστρια θηλυκό
- θηλυκό του δαιμονιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δαιμονίστρια
|