δενδράκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δενδράκι | τα | δενδράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | δενδράκι | τα | δενδράκια |
κλητική | δενδράκι | δενδράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δενδράκι < υποκοριστικό του δένδρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δενδράκι ουδέτερο
- μικρό δέντρο, δεντράκι