δεσμεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεσμεύομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
δεσμεύομαι, πρτ.: δεσμευόμουν, στ.μέλλ.: θα δεσμευτώ, αόρ.: δεσμεύτηκα, μτχ.π.π.: δεσμευμένος
- περιορίζομαι από νομική ή ηθική υποχρέωση
- υπόσχομαι ότι θα τηρήσω μια υποχρέωση