διεμβολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διεμβολή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διεμβολή θηλυκό
- διακριτικό στρατιωτικών στολών, μετά από ηθική αμοιβή / μετάλλιο / διαμνημόνευση αυτού που φέρει το διακριτικό
- ※ Για κάθε νέα απονομή, φέρεται στην ταινία του διασήμου ή στη διεμβολή ένας επάργυρος αστερίσκος, μέχρι του αριθμού των τριών(3) (Κυπριακή Δημοκρατία, Ο περί στρατού της Δημοκρατίας νόμος, Κανονισμοί δυνάμει του άρθρου 27, Περί Διαμνημονεύσεων του Στρατού της Δημοκρατίας (Τροποποιητικοί) Κανονισμοί του 2008 [1])
- αποτέλεσμα του διεμβολίζω
- το να περνά κάτι μέσα από κάτι άλλο και να βγαίνει από την άλλη μεριά η άκρη του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διεμβολή
|