δογματικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δογματικότητα < δόγμα < δογματίζω < δογματικός + -ότητα[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δογματικότητα θηλυκό
- η προσκόλληση/τυφλή πίστη/απόλυτη υποταγή στο δόγμα
- οι κανόνες του δόγματος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δογματικότητα
|