δοκτορέσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δοκτορέσα οι δοκτορέσες
      γενική της δοκτορέσας
    αιτιατική τη δοκτορέσα τις δοκτορέσες
     κλητική δοκτορέσα δοκτορέσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δοκτορέσα < δόκτωρ/δόκτορας + κατάληξη θηλυκού -έσα (με επίδραση από την ιταλική dottoressa)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δοκτορέσα θηλυκό

  1. γυναίκα διδάκτορας
  2. γυναίκα γιατρός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]