δραχμοφονιάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δραχμοφονιάς αρσενικό
- αυτός που δεν διστάζει να κάνει αναξιοπρεπείς ή ανέντιμες πράξεις για το χρήμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δραχμοφονιάς
|