δραχμοφονιάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δραχμοφονιάς οι δραχμοφονιάδες
      γενική του δραχμοφονιά των δραχμοφονιάδων
    αιτιατική τον δραχμοφονιά τους δραχμοφονιάδες
     κλητική δραχμοφονιά δραχμοφονιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δραχμοφονιάς < δραχμή + φονιάς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δραχμοφονιάς αρσενικό

  • αυτός που δεν διστάζει να κάνει αναξιοπρεπείς ή ανέντιμες πράξεις για το χρήμα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]