εγχυματόζωο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εγχυματόζωο τα εγχυματόζωα
      γενική του εγχυματόζωου των εγχυματόζωων
    αιτιατική το εγχυματόζωο τα εγχυματόζωα
     κλητική εγχυματόζωο εγχυματόζωα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγχυματόζωο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εγχυματόζωο ουδέτερο

  • μονοκύτταροι οργανισμοί που μελέτησε ο Antonie van Leeuwenhoek (Λέεβενχουκ)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]