εκ των ενόντων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκ των ενόντων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκ τῶν ἐνόντων → δείτε τις λέξεις εκ, των και ενόντων
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ek‿ton‿eˈnon.don/
Έκφραση[επεξεργασία]
εκ των ενόντων
- (λόγιο) από αυτά που έχουμε αυτή τη στιγμή στη διάθεσή μας, από τους παρόντες
- ↪ Δεν θα γίνει νέα πρόσληψη, θα καλύψουμε το κενό που προκάλεσε η απόλυση του Τάσου εκ των ενόντων (δηλαδή κάποιος από τους ήδη εργαζόμενους θα φορτωθεί και τη δουλειά που έκανε ο απολυμένος)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκ των ενόντων
Πηγές[επεξεργασία]
- ενόντα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «ενών» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)