εκατοσταριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκατοσταριά | οι | εκατοσταριές |
γενική | της | εκατοσταριάς | των | εκατοσταριών |
αιτιατική | την | εκατοσταριά | τις | εκατοσταριές |
κλητική | εκατοσταριά | εκατοσταριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκατοσταριά θηλυκό (αριθμητικό - περιληπτικό)
- σύνολο, υποσύνολο, ή ενότητα περίπου εκατό μονάδων (προσώπων, πραγμάτων ή συναφών εννοιών)
- Σημειώσεις: του όρου προηγείται πάντα η λέξη καμιά
- καμιά εκατοσταριά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκατοσταριά
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)