εκκλησιάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκκλησιάζομαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

χριστιανοί ενώ εκκλησιάζονται

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκκλησιάζομαι < (ελληνιστική κοινήἐκκλησιάζω < αρχαία ελληνική ἐκκλησιάζω < ἐκκλησία < καλέω / καλῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

εκκλησιάζομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]