εκτυφλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκτυφλώνω < αρχαία ελληνική ἐκτυφλόω / ἐκτυφλῶ + -ώνω < ἐκ + τυφλόω / τυφλῶ < τυφλός

Ρήμα[επεξεργασία]

εκτυφλώνω (παθητική φωνή: εκτυφλώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]