εκφοβώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκφοβώ < αρχαία ελληνική ἐκφοβέω / ἐκφοβῶ + -ίζω < ἐκ + φοβέω / φοβῶ < φόβος < πρωτοελληνική *pʰógʷos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰógʷos < *bʰegʷ- (φεύγω, το σκάω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
εκφοβώ
- (λόγιο) άλλη μορφή του εκφοβίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκφοβώ
|