ελευθεροστομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελευθεροστομία < (ελληνιστική κοινή) ἐλευθεροστομία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελευθεροστομία θηλυκό
- η ιδιότητα του ανθρώπου που εκφράζεται με το λόγο χωρίς να υπολογίζει το κοινωνικώς αποδεκτό
- η παρρησία στη διατύπωση της προσωπικής άποψης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελευθεροστομία
|