εμφύτευμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμφύτευμα < εμφυτεύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμφύτευμα ουδέτερο
- τεχνητό ή φυσικό υλικό το οποίο προορίζεται ή έχει ήδη τοποθετηθεί σε ένζωο οργανισμό, με χειρουργική επέμβαση
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η έννοια είναι διαφορετική από το ελληνιστικό ἐμφύτευμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμφύτευμα
|