επιβραβεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιβραβεύω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιβραβεύω < ελληνιστική κοινή ἐπιβραβεύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.pi.vɾaˈve.vo/

Ρήμα[επεξεργασία]

επιβραβεύω (παθητική φωνή: επιβραβεύομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]