ετεροδημότισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετεροδημότισσα < ετεροδημότης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ετεροδημότισσα θηλυκό (αρσενικό ετεροδημότης)
- → δείτε τη λέξη ετεροδημότης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετεροδημότισσα
|