εφοπλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφοπλίζω < αρχαία ελληνική ἐφοπλίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
εφοπλίζω[1]
- (ναυτικός όρος) αρματώνω πλοίο, το εξαρτίζω, το ετοιμάζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εφοπλισμένος
- εφοπλισμός
- εφοπλιστής
- εφοπλιστικός
- εφοπλιστίνα
- εφοπλίστρια
- μεγαλοεφοπλιστής
- → δείτε τις λέξεις οπλίζω και όπλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εφοπλίζω
|
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)