εφοπλιστίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εφοπλιστίνα οι εφοπλιστίνες
      γενική της εφοπλιστίνας
    αιτιατική την εφοπλιστίνα τις εφοπλιστίνες
     κλητική εφοπλιστίνα εφοπλιστίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εφοπλιστίνα < εφοπλιστής + κατάληξη θηλυκού -ίνα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εφοπλιστίνα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]