μεγαλοεφοπλιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεγαλοεφοπλιστής < μεγαλο- + εφοπλιστής < αρχαία ελληνική ἐφοπλίζω
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεγαλοεφοπλιστής αρσενικό
- εφοπλιστής που διαχειρίζεται πολλά ή / και μεγάλα καράβια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεγαλοεφοπλιστής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μεγαλο- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)