θηροφύλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θηροφύλακας < θηροφυλακή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θηροφύλακας αρσενικό
- (επάγγελμα) ο επιφορτισμένος στη περιφρούρηση κυνηγίου ζώων σε ορισμένη περιοχή
- (επάγγελμα) υπάλληλος θηροφυλακής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θηροφύλακας
|