θηροφύλακας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θηροφύλακας οι θηροφύλακες
      γενική του θηροφύλακα των θηροφυλάκων
    αιτιατική τον θηροφύλακα τους θηροφύλακες
     κλητική θηροφύλακα θηροφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θηροφύλακας < θηροφυλακή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θηροφύλακας αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο επιφορτισμένος στη περιφρούρηση κυνηγίου ζώων σε ορισμένη περιοχή
  2. (επάγγελμα) υπάλληλος θηροφυλακής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]