θρομβοπάθεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θρομβοπάθεια οι θρομβοπάθειες
      γενική της θρομβοπάθειας των θρομβοπαθειών
    αιτιατική τη θρομβοπάθεια τις θρομβοπάθειες
     κλητική θρομβοπάθεια θρομβοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θρομβοπάθεια < θρόμβος + -ο- + -πάθεια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θρομβοπάθεια θηλυκό

  • (ιατρική) πρόβλημα στο σύστημα πήξης του αίματος (τις ιδιότητες των αιμοπεταλίων)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]