ιθύνων νους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιθύνων νους | ||
γενική | του | ιθύνοντα νου | ||
αιτιατική | τον | ιθύνοντα νου | ||
κλητική | ιθύνων νους | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ιθύνων νους αρσενικό
- άνθρωπος που συλλαμβάνει, σχεδιάζει και κατευθύνει μια διαδικασία