ιμπρεσιονίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιμπρεσιονίστρια < ιμπρεσιονισ(τής) + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιμπρεσιονίστρια θηλυκό
- θηλυκό του ιμπρεσιονιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ιμπρεσιονιστής
ιμπρεσιονίστρια
|