ινδική όρνις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ινδική όρνις | οι | ινδικές όρνιθες |
γενική | της | ινδικής όρνιθος | των | ινδικών ορνίθων |
αιτιατική | την | ινδική όρνιθα | τις | ινδικές όρνιθες |
κλητική | ινδική όρνις | ινδικές όρνιθες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ινδική όρνις θηλυκό
- (πτηνό, παρωχημένο) η γαλοπούλα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ινδική όρνις
|