ισχυρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.sçiˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σχυ‐ρά
Επίρρημα[επεξεργασία]
ισχυρά, συγκριτικός : ισχυρότερα, υπερθετικός : ισχυρότατα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ἰσχυρῶς (αρχαία ελληνικά, και καθαρεύουσα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισχυρά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ισχυρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ισχυρό, ουδέτερο του ισχυρός