καίρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καίρια < καίριος
Επίρρημα[επεξεργασία]
καίρια
- την κατάλληλη στιγμή
- με κρίσιμη σημασία, καθοριστικά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καίρια
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καίρια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του καίριος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καίριο
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καίρια < καίριος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καίρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οι ευκαιρίες