καλμάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλμάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική calmare < calma
Ρήμα[επεξεργασία]
καλμάρω
- ηρεμώ, γαληνεύω
- ※ Ο θυμός του γραμματικού είχε καλμάρει. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
- καταπραΰνω
- ※ Κάνουμε τόπο να ξαπλώσει, του μιλούμε φιλικά, προσπαθούμε να καλμάρουμε τα νεύρα του. (Τάκης Αδάμος Ο όρκος του Μακρή [διήγημα])
- μειώνω ή μετριάζω την ένταση
- (για τη θάλασσα) γαληνεύω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κάλμα