καματάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καματάρης αρσενικό
- (επάγγελμα, λογοτεχνικό) αυτός που καματεύει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καματάρης
|