κανονάρχημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κανονάρχημα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του κανοναρχώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κανονάρχημα
|