καταπιέστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταπιέστρια < καταπιεστής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταπιέστρια θηλυκό
- θηλυκό του καταπιεστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταπιέστρια
|