καταπλέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταπλέω < αρχαία ελληνική καταπλέω
Ρήμα
[επεξεργασία]καταπλέω, πρτ.: κατέπλεα, στ.μέλλ.: θα καταπλεύσω, αόρ.: κατέπλευσα
- φτάνω στον προορισμό μου κινούμενος μέσα στη θάλασσα
- (συνεκδοχικά) κατευθύνομαι προς τον προορισμό μου κινούμενος μέσα στη θάλασσα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]καταπλέω
- αράζω στην ακτή
- πλέω σύμφωνα με το ρεύμα (του ποταμού ή της θάλασσας)
- (συνεκδοχικά) πλέω προς το κάτω μέρος του ποταμού
- επιστρέφω μέσω θαλάσσης