κενό ασφάλειας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κενό ασφάλειας < → δείτε τις λέξεις κενό και ασφάλεια < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική security hole
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κενό ασφάλειας
- (πληροφορική) αδυναμία υπολογιστικού συστήματος, που επιτρέπει την πρόσβαση σε μη εξουσιοδοτημένο χρήστη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κενό ασφάλειας