κηροποιία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κηροποιία θηλυκό
- η κηροπλαστική
- το κηροπλαστείο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κηροποιία
|
κηροποιία θηλυκό
|