κομπάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κομπέω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομπάζω < αρχαία ελληνική κομπάζω < κομπέω < κόμπος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /komˈba.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐μπά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κομπάζω

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]