κορόμπλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κορόμπλο | τα | κορόμπλα |
γενική | του | κορόμπλου | των | κορόμπλων |
αιτιατική | το | κορόμπλο | τα | κορόμπλα |
κλητική | κορόμπλο | κορόμπλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κορόμπλο ουδέτερο
- (ιδιωματικό, φρούτο) το κορόμηλο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κορόμηλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κορόμπλο
|