κρυφάκουσμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρυφάκουσμα < κρυφακούω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρυφάκουσμα ουδέτερο
- το να κρυφακούει κανείς
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρυφάκουσμα
|