λαζάνια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαζάνια < (άμεσο δάνειο) ιταλική lasagna < λατινική lasanum (κατσαρόλα) < αρχαία ελληνική λάσανον (στήριγμα κατσαρόλας)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαζάνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- πλατιά μακαρόνια φύλλα ή λωρίδες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)