λεπτοτέχνημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεπτοτέχνημα < λεπτότεχνος + -ημα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεπτοτέχνημα ουδέτερο
- καλλιτέχνημα που το έχουν δημιουργήσει με λεπτότεχνο τρόπο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεπτοτέχνημα
|