λιθίαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιθίαση οι λιθιάσεις
      γενική της λιθίασης* των λιθιάσεων
    αιτιατική τη λιθίαση τις λιθιάσεις
     κλητική λιθίαση λιθιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λιθιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιθίαση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιθίαση θηλυκό

  • παθολογικός σχηματισμός λίθων σε διάφορα όργανα του σώματος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]