λοξεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λοξεύω < ελληνιστική κοινή λοξεύω < αρχαία ελληνική λοξός

Ρήμα[επεξεργασία]

λοξεύω

  1. κάνω κάτι λοξό
  2. είμαι λοξός
  3. λοξοδρομώ, παρεκκλίνω
  4. (μεταφορικά) γίνομαι ιδιότροπος ή παράξενος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]