μακρόπους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μακρόπους αρσενικό ή θηλυκό
- είδος μαρσιποφόρων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακρόπους
|
μακρόπους αρσενικό ή θηλυκό
|