μαλθουσιανισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαλθουσιανισμός οι μαλθουσιανισμοί
      γενική του μαλθουσιανισμού των μαλθουσιανισμών
    αιτιατική τον μαλθουσιανισμό τους μαλθουσιανισμούς
     κλητική μαλθουσιανισμέ μαλθουσιανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαλθουσιανισμός < αγγλική Malthusianism < από το όνομα του Άγγλου ιερωμένου και οικονομολόγου, εισηγητή της θεωρίας αυτής, Thomas Robert Malthus (Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαλθουσιανισμός αρσενικό

  • κοινωνική και οικονομική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι για να μην δημιουργηθεί πρόβλημα λόγω έλλειψης τροφής θα πρέπει να περιοριστούν οι γεννήσεις

Μεταφράσεις[επεξεργασία]