μολυντήρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μολυντήρι τα μολυντήρια
      γενική του μολυντηριού των μολυντηριών
    αιτιατική το μολυντήρι τα μολυντήρια
     κλητική μολυντήρι μολυντήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα μολυντήρι

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μολυντήρι < μολύνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μολυντήρι ουδέτερο

  1. το σαμιαμίδι
  2. (ειδικότερα), (ζωολογία) το σαμιαμίδι: Hemidactylus turcicus

Μεταφράσεις[επεξεργασία]