μπορντούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπορντούρα | οι | μπορντούρες |
γενική | της | μπορντούρας | — | |
αιτιατική | την | μπορντούρα | τις | μπορντούρες |
κλητική | μπορντούρα | μπορντούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπορντούρα θηλυκό,
παρυφή υφάσματος ή φορέματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπορντούρα
|