μπουλούμπασης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπουλούμπασης | οι | μπουλουμπασήδες |
γενική | του | μπουλούμπαση | των | μπουλουμπασήδων |
αιτιατική | τον | μπουλούμπαση | τους | μπουλουμπασήδες |
κλητική | μπουλούμπαση | μπουλουμπασήδες | ||
Και ιδιωματικός πληθυντικός μπουλουμπασιάδες. | ||||
Κατηγορία όπως «μπουλούκμπασης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπουλούμπασης < μπουλούκμπασης < τουρκική bölükbaşı
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπουλούμπασης αρσενικό
- (παρωχημένο, ιστορία) άλλη μορφή του μπουλούκμπασης
- ※ Στη βρύση στα Τσερίτσιανα, στη μέσ’ από τη χώρα / μπουλουμπασιάδες κάθουνταν κι όλο Μαργαριτιώτες / κι αγνάντιβαν τον πόλιμο που κάνουν οι Σουλιώτες / πώς πολιμά η Τζαβέλαινα σαν άξιο παλικάρι. (https://www.domnasamiou.gr)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπουλούμπασης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπουλούκμπασης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)