νανοδιάταξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νανοδιάταξη | οι | νανοδιατάξεις |
γενική | της | νανοδιάταξης* | των | νανοδιατάξεων |
αιτιατική | τη | νανοδιάταξη | τις | νανοδιατάξεις |
κλητική | νανοδιάταξη | νανοδιατάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, νανοδιατάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νανοδιάταξη θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νανοδιάταξη
|