ναρκισσίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ναρκισσίστρια < ναρκισσιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ναρκισσίστρια θηλυκό
- (λόγιο, σπάνιο) θηλυκό του ναρκισσιστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ναρκισσίστρια
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ναρκισσιστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ναρκισσίστρια - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)